- ναουργός
- νᾱουργός, ὁ,A temple-builder,
ν. τέκτονες Ephes.3.75
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ν. τέκτονες Ephes.3.75
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναουργός — ναουργός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει, που οικοδομεί ναούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
ναουργῶν — ναουργός temple builder masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ναουργώ — ναουργῶ, έω (ΑΜ) [ναουργός] οικοδομώ, κατασκευάζω ναό … Dictionary of Greek
ναυουργία — ναουργία, ἡ (Α) [ναουργός] κατασκευή ναού … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek